- ειρυσιώνη
- ηβλ. ερεσιώνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ειρεσιώνη — εἰρεσιώνη, η (AM) (Α και εἰρυσιώνη) μσν. είδος αγριελιάς αρχ. 1. κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με μαλλί, καρπούς και φιαλίδια με λάδι, κρασί και μέλι, σύμβολο γονιμότητας το οποίο πρόσφεραν παιδιά τραγουδώντας στον Απόλλωνα ή τό κρεμούσαν στις … Dictionary of Greek